- συμπαραφυεῖσαι
- σύν-παραφύομαιaor part pass fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαραφύομαι — Α 1. φύομαι, εκφύομαι, φυτρώνω συγχρόνως κοντά σε κάτι («ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῑσαι», Γρηγ. Νύσσ.) 2. μτφ. (για κατάσταση) εμφανίζομαι συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραφύομαι «φυτρώνω κοντά»] … Dictionary of Greek